ὠλένης

ὠλένης
ὠλένη
elbow
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ηλείας και Ωλένης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τον Πύργο.Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικοί επίτροποι: Πύργου, Αμαλιάδας, Πηνείας, Γαστούνης Βαρθολομιού, Λεχαινών, Βάρδας, Ωλένης, Αρχαίας Ολυμπίας και Λάμπειας. Στην… …   Dictionary of Greek

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Diözesen der Kirche von Griechenland — Die Orthodoxen Kirchen in Griechenland sind in 81 Diözesen unterteilt. Diese gruppieren sich historisch in die Kirche von Griechenland, die Kirche von Kreta, die nordgriechische und agäische Kirche und andere: Alphabetische Liste: Alexandroupolis …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Diözesen der orthodoxen Kirchen in Griechenland — Die Orthodoxen Kirchen in Griechenland sind in 81 Diözesen unterteilt. Diese gruppieren sich historisch in die Kirche von Griechenland, die Kirche von Kreta, die nordgriechische und agäische Kirche und andere: Alphabetische Liste: Alexandroupolis …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • OLENUS — I. OLENUS Galatiae urbs, Ptolem. II. OLENUS seu OLENUM Plinio, l. 4. c. 5. urbs gemina, una Achaiae, in Peloponneso, inter Patras ad Ortum et Cyllenen ad Occidentem, ab Oleno Vulcani filio condita, et nominata, Canigriza hodie, ut quidam putant,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • ακρωλένιον — ἀκρωλένιον, το (Α) 1. το άκρο τής ωλένης, ο αγκώνας 2. η άκρη ή εξωτερική γωνία τού κυνηγετικού διχτύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὠλένη] …   Dictionary of Greek

  • βλαισοχειρία — η δυσμορφία του άκρου, χεριού, το οποίο παρουσιάζει σε σχέση με τον πήχυ απόκλιση προς την πλευρά της ωλένης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”